patrasnews

(5/4/16)

1. Πως γεννήθηκε η παράσταση «Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» και σε τι είναι επικεντρωμένη;
Η παράσταση «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα» γεννήθηκε μέσα σε ένα χωμάτινο αλωνάκι, τον Αύγουστο του ’14. Αφορμή η συμπλήρωση 150 χρόνων από το θάνατο του Μακρυγιάννη. Τόπος, η γενέθλια γη του ήρωα: το Κροκύλειο Φωκίδος. Εκεί,  συνοδεία λύρας και ταμπουρά, ακούστηκε ο λόγος του Μακρυγιάννη, για πρώτη φορά σε θεατρική μορφή και απόδοση.
 Τα «Απομνημονεύματα» είναι η συγκλονιστική αλήθεια της ζωής του ίδιου του ήρωα, που θα θελήσει να την ιστορήσει πάνω στο χαρτί. Η άδολη και βαθιά αγάπη του για την πατρίδα, η οργή και η πίκρα του για όσους την ξανασκλαβώνουν με νέα δεσμά:
«Ἀπὸ ὅλα αὐτά, καϊμένη πατρίδα, δὲν θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά σου, ὅτι σιδερώνουν τὴν ἀρετὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ σὲ κυβερνοῦσαν καὶ σὲ κυβερνοῦν, καὶ τώρα κατατρέχουν τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ μὲ ψέματα θέλουν καὶ μὲ σπιγούνους νὰ σὲ λευτερώσουνε, μήτε τώρα εἶσαι καλά, μήτε διὰ τὰ μέλλοντά σου, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ σὲ τριγυρίζουν, πολιτικούς καὶ σπιγούνους».

2. Ποια είναι μηνύματα από αυτή την παράσταση για τον έλληνα θεατή της σύγχρονης Ελλάδας;
Ο Μακρυγιάννης, με τα ελάχιστα κολλυβογράμματα που ξέρει, νιώθει επιτακτική την ανάγκη να μεταδώσει αυτό το ζωντανό κομμάτι της Ιστορίας – αφού Ιστορία είναι ο ίδιος – στις γενιές που έρχονται. Ζωντανό και χειροπιαστό σαν τις ανθρώπινες μορφές των αρχαίων αγαλμάτων που ξεθάβουν οι στρατιώτες του:
«Εἶχα δυὸ ἀγάλματα, περίφημα, μιὰ γυναίκα κι᾿ ἕνα βασιλόπουλο, ἀτόφια – φαίνονταν οἱ φλέβες· τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τὸν Πόρον, τά ῾χαν πάρη κάτι στρατιῶτες καὶ εἰς τ᾿ Ἄργος θὰ τὰ πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν.
Πέρναγα κ’ εγώ από εκεί· πῆρα τοὺς στρατιῶτες, τοὺς μίλησα· «Αὐτὰ καὶ δέκα χιλιάδες τάλλαρα νὰ σᾶς δώσουνε, νὰ μὴν τὸ καταδεχτῆτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Δι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμεν».


3. «Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», μια λιτή παράσταση, εστιασμένη στην ουσία της θεατρικής τέχνης, μακριά από «κλισέ» και εντυπωσιασμούς, κατάφερε να αγκαλιαστεί  από το κοινό. Αποτελεί για σένα, προσωπική δικαίωση;


4. Αν ζούσε ο Μακρυγιάννης σήμερα, τι πιστεύεις ότι θα έλεγε για την Ελλάδα του σήμερα;

Ο Μακρυγιάννης, δυστυχώς για την Ελλάδα του σήμερα, παραμένει επίκαιρος:

«Δυστυχισμένη Ελλάς, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες, οπού μας κυβέρνησαν αρχή ως τέλος!»

Όση τρυφερότητα έχει στο λόγο του όταν απευθύνεται στην αγαπημένη του πατρίδα, τα όσια και τα ιερά του, τόση οργή και αγανάκτηση εξαπολύει στους νέους τυράννους, που διαδέχονται τον Τούρκο κατακτητή: αφ’ ενός στους Ευρωπαίους «προστάτες» της μόλις προ ολίγου επαναστατημένης Ελλάδας, αλλά ακόμα περισσότερο στους Έλληνες  εντολοδόχους τους, που δεν τους ενδιαφέρει το καλό της Ελλάδας, αλλά μόνο το προσωπικό όφελος – ακριβώς δηλαδή ό, τι γίνεται και σήμερα:

«Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής, κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει…».

Ωστόσο βλέπει με αγαθό μάτι τον νεαρό και άβουλο Βαυαρό βασιλιά του νέου ελληνικού κράτους, που είναι ουσιαστικά υποχείριο της τριανδρίας. Του υπενθυμίζει ότι πρώτο του μέλημα θα πρέπει να είναι, όχι οι τιμές και η καλοπέραση, αλλά η δυστυχία του λαού και η αδικία: η αποκατάσταση της πληγωμένης υπόληψης του Έλληνα αγωνιστή και πολίτη. Ό, τι και θα έλεγε σε έναν αντίστοιχο σημερινό πολιτικό, που θα αντιμετώπιζε με ατολμία τις ξένες επεμβάσεις:
«Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι, ότ’ είχε γίνει βάλτος τόσα χρόνια, κι’ έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα, κι’ ένα μέρος από μας τους ντόπιους κι’ από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φτυάρια κι’ έκοψαν όλες αυτές τις ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από μέσα κι’ απ' όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι, κι’ όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα στα σοκάκια αυτηνής της πατρίδας τους…»

5. Εχεις ξαναπαρουσιάσει δουλειά σου στην Πάτρα – έχουμε δει και τον «Αμερικάνο» -  και πρόσφατα συνεργάστηκες και με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας στη «Ζωή του Γαλιλαίου» σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Ποια είναι η εμπειρία σου από την πόλη και τι εντύπωση έχεις αποκομίσει για το θεατρόφιλο κοινό της;