«Κουαρτέτο» του Χάινερ Μύλλερ στο Από Μηχανής Θέατρο

catisart: Ο Θανάσης Σαράντος υπογράφει με κύρος και ευθύνη τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη»

 Δευτέρα, 22 Δεκεμβρίου 2014 01:30 |   |

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«...ένα πράγμα με παρακινεί και μένα να γράφω, λέγει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης- ότι τούτην την Πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Έγραψα γυμνή την αλήθεια να ιδούνε όλοι οι Έλληνες και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και τα παιδιά μας να λένε "έχουμε αγώνες πατρικούς, έχουμε θυσίες"».
Mε το λόγο του αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στρατιωτικού και πολιτικού προσώπου μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους Ιωάννη Μακρυγιάννη (1797 - 1864) καταπιάστηκε αυτή τη φορά ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος. Αυτοδίδακτος και οψιμαθής συγγραφέας απομνημονευμάτων ο Μακρυγιάννης. Αντιφατική φυσιογνωμία επίσης, ήρθε σε ρήξη με συναγωνιστές του. Χαρακτηρίστηκε ως ισχυρά φιλοχρήματη προσωπικότητα από κάποιους, καθώς λέγεται πως σχετίστηκε με τις ενδοοικογενειακές αναλώσεις των δανείων που συνήψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Φέρεται επίσης να δήλωσε κατά τη διάρκεια της Α’ Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων (1843-1844): «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία». 
«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει. «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;» - Του λέγω, «είναι αδύνατες οι θέσεις κι' εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ' αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ' ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».
Μέσα σε ένα χωμάτινο αλωνάκι και συνοδεία ενός ταμπουρά, ακούστηκε κατανυκτικά ο λόγος του Μακρυγιάννη, για πρώτη φορά σε θεατρική μορφή, έτσι όπως ο Θανάσης Σαράντος εμπνεύστηκε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε τα «Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη», για μία και μοναδική αλλά ιδιαίτερα σημαίνουσα παράσταση, την Κυριακή 23 Νοεμβρίου, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

«Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή», έλεγε ο Μακρυγιάννης, ήρωας του σπαθιού και της πένας, και οΘανάσης Σαράντος μας ένας έδωσε συγκλονιστικό μάθημα ιστορίας και θεατρικής ερμηνείας αξιοποιώντας την αγνή, ακατέργαστη γραφή του.
Με αφορμή τα 150 χρόνια από το θάνατό του, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης παρουσίασε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, την Κυριακή 23 Νοεμβρίου, την παράσταση που ανέβηκε τον περασμένο Αύγουστο στη γενέτειρα του ήρωα, το Κροκύλειο Δωρίδος.
Δείγμα της δημώδους γλώσσας στη νεοελληνική γραμματεία, τα «Απομνημονεύματα», είναι η συγκλονιστική αλήθεια της ζωής του ίδιου του ήρωα, που θα θελήσει να την ιστορήσει στο χαρτί. Με τα ελάχιστα κολλυβογράμματα που γνώριζε, απλός, γνήσιος και βαθιά πονετικός και πονεμένος, νιώθει επιτακτική την ανάγκη να μεταδώσει το ζωντανό κομμάτι της Ιστορίας στις γενιές που έρχονται.
Λιτός, στιβαρός, μια συγκινητική παρουσία με ανάγλυφη ελληνικότητα, με έναν κόμπο ευθύνης στο λαιμό, ο Θανάσης Σαράντος μας μεταδίδει, μας κοινωνεί -θα έλεγα καλύτερα- το λόγο του ήρωα - ποιητή. Δεν ξεχνώ επίσης τον αριστουργηματικό «Αμερικάνο» του, καθώς και το άλλο παπαδιαμαντικό έργο που τόσο φωτισμένα μας παρουσίασε, το «Όνειρο στο κύμα». Παραστάσεις εμβληματικές που τιμούν τα γράμματα και το θέατρό μας.
«Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὗλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν».
Καταπέλτης ο λόγος του Μακρυγιάννη για τη σύγχρονη διανοουμενίστικη "ελίτ" που ανερυθρίαστα βαφτίζει "παρωχημένες εμμονές" τα όσια και τα ιερά του. Που, μεθυσμένη από τα υποσχόμενα κέρδη του εθνικού ξεπουλήματος, απαξιώνει την αγάπη και την αγωνία του σημερινού Έλληνα για το τι θα απογίνουν όλα αυτά… Όλα αυτά που πονούσαν τον Μακρυγιάννη. Καταπέλτης και για την αδικία που βλέπει να γίνεται σ' όλους τους παλιούς ήρωες, τους επιζήσαντες του Αγώνα -μαζί και στον ίδιο- από το νέο κράτος της βαυαροκρατούμενης, πλέον, Ελλάδας. Με μένος απέναντι στους δουλοπρεπείς Έλληνες, που ξεπουλάνε όσα κέρδισαν με αίμα οι παλιοί αγωνιστές. 
«Γι’ αυτά πολεμήσαμε», έλεγε στους πολεμιστές του. «Είχα δυο αγάλματα», σημειώνει, «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων• χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα:
"Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε"» (Β΄ 303). Δεν μιλούν αρχαιολόγοι, μήτε λόγιοι, μήτε ακαδημαϊκοί, μιλά ο γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πολεμικά τραύματα και την ψυχή γεμάτη συναίσθημα. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε».
«Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. ... Ὅ,τι τοῦ λὲς ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας! Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!».
«Έζησε την άκρα αχαριστία και είχε τέλος πικρό, με τα μόνα παράσημα που θα του απονείμει η αγαπημένη του πατρίδα να είναι μια καταδίκη "εις θάνατον" και μερικές αγιάτρευτες πληγές, που θα τον στείλουν στον τάφο στα 67 του χρόνια. Ο αγράμματος γιος βοσκών της Ρούμελης δίνει ένα συγκλονιστικό μάθημα Ιστορίας», σημειώνει ο σκηνοθέτης.
«Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν.
Μοῦ λέγει (ὁ Ὄθων): «Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα;» «Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια;» «Ἐγώ», μοῦ λέγει, «ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες». Τοῦ λέγω, «ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς;» «Ἀλήθεια» μοῦ λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστά του. Τοῦ λέγω «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια».
Ο Μακρυγιάννης, κατά τον Σεφέρη, είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος γιατί υπάρχει και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Αν και έφτασε με την αξία του ως το βαθμό του στρατηγού, δε βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας ποιμένων και γεωργών της Ρούμελης. Να πώς μας μεταδίνει ο ίδιος τη γέννησή του:
«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι• χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).
Η εξαιρετικά μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, μοναδική πραγματεία, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας που το σπάνιο αυτό κείμενο έμεινε βυθισμένο μέσα στην απόλυτη αφάνεια.
Δεν είχε τους τρόπους να πάει σε δάσκαλο, μας λέει o Μακρυγιάννης. Ήξερε λίγο γράψιμο, αλλά είναι ζήτημα αν μπόρεσε ποτέ του να διαβάσει άλλο τίποτε εκτός από τα ίδια του γραφτά. Το γράψιμό του είναι, σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση. «Γράψιμο απελέκητο» το ονομάζει ο ίδιος. Δεκαεφτά μήνες χρειάστηκε ο Βλαχογιάννης για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει και να το αντιγράψει.
«Ο γενναίος Μακρυγιάννης πώποτε μή άναγνώσας» θα τραγουδήσει ο Αλέξανδρος Σούτσος στις ημέρες της 3ης Σεπτεμβρίου. Όταν αντικρίσει κανείς μια σελίδα του πυκνού χειρογράφου, καταλαβαίνει αμέσως το γιατί. Φωνητική αποτύπωση της ρουμελιώτικης προφοράς με ιδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, που μοιάζουν ένα ατέλειωτο αραβούργημα. Πουθενά παύση, διακοπή, παράγραφος ή στίξη. Κάποτε κάποτε μόνο μια κάθετη γραμμή φανερώνει ένα σταμάτημα. «Tο κατεβατό μοιάζει σαν κάτι παλιούς τοίχους που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη, που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας -αυτό το πράγμα που μας συγκινεί και λέγεται ύφος ή ρυθμός. Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.
Γίνεται αντιληπτό ολοκάθαρα πως, αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ακαλλιέργητος βάρβαρος, ένας αγροίκος ορεσίβιος. Τουναντίον: επρόκειτο για μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Η μόρφωση, η παιδεία που χαρακτήριζε τον Μακρυγιάννη, δεν είναι κάτι ιδιόμορφο δικό του. Ήταν κοινό κτήμα, η πνευματική περιουσία και ψυχική ευαισθησία μιας φυλής κατατρεγμένης και πάντα ζωντανής, αγνοημένης και πάντα παρούσας, ήταν η λαϊκή παράδοση ενός λαού. Ο πολιτισμός και η διαμορφωμένη ενέργεια, που έπλασε ανθρώπους οι οποίοι αποφάσισαν να ζήσουν ελεύθεροι ή να πεθάνουν στην επανάσταση του '21. Μπορούμε να συλλογιστούμε έναν άλλον σπουδαίο Έλληνα παράλληλα με το Μακρυγιάννη γιατί είχαν πολλά κοινά οι δυο τους.
Ένα φτωχό φουστανελά που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και φάρσες τόσο χοντροειδείς, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού 'σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Πίνακες πάνω σε κάμποτο, σε πρόστυχο χαρτόνι. Σε καφενέδες, σε μαγαζιά, σε τοίχους. Ώσπου κάποιοι νέοι τον ανακάλυψαν. Πήγαν τα έργα στο Παρίσι και οι σπουδαίοι κριτικοί θαμπώθηκαν μ’ αυτά κι εμείς μείναμε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
Αδρή φωνή, δωρική, φωνή με αίσθημα και αίσθηση, αξία, φως και σοφία είναι το έργο του Μακρυγιάννη. Ας το ανακαλύψουν οι νεότεροι. Αξίζει! Ο Μακρυγιάννης είχε συνείδηση, παιδεία ψυχής, κι ας έκανε λάθη και παραλείψεις, όλα ανθρώπινα. Το έργο του είναι μια πολύτιμη διαθήκη. Τα στορήματά του, οι προτροπές του, τα αποφθέγματά του, οι συμβουλές του, η αφοσίωσή του στην πατρίδα, ίσως τώρα -αυτές τις εποχές της φθήνιας και τις έκπτωσης- να είναι πιο χρήσιμα από ποτέ.
Ο Θανάσης Σαράντος έκανε μια διασκευή - σκηνοθεσία υποδειγματική. Δύσκολο το έργο του, τιτάνιο θα έλεγα, και μεγάλη η τόλμη του να επεξεργαστεί θεατρικά αυτό το σπουδαίο κείμενο. Η ερμηνεία του ήταν γεμάτη κύρος, ελεγχόμενο πάθος και ωριμότητα. Η μουσική επιμέλεια (Τζιχάν Τούρκογλου, οξύμωρο κι αντιφατικό στο άκουσμα το επώνυμο αλλά γεγονός σημειολογικό ταυτόχρονα) ήταν αριστοτεχνική και οι μουσικοί επί σκηνής Τζιχάν Τούρκογλου (ταμπουράς, λύρα) και Σόλης Μπαρκή(κρουστά) αναζήτησαν και βρήκαν τις πιο σωστές ηχητικές εκφράσεις για να ντύσουν την παράσταση. Σημαντική και η δουλειά μιας από τις κορυφαίες φωτίστριες της ελληνικής σκηνής, της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, η οποία έδωσε προσωπικότητα και λάμψη στο έργο με τους ειδικούς φωτισμούς της. Το σκηνικό του Σάββα Σουρμελίδη σχεδόν μύριζε ελληνική ύπαιθρο, τόσο επιτυχημένο ήταν. Το video του Γιώργου Φουκαράκη με την προβολή των χειρογράφων του Μακρυγιάννη έδωσε μια επιπλέον δυναμική στην παράσταση.
Όλη η σκηνική ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια της γήινης και γόνιμης αυτής παράστασης ήταν υποβλητική και βαθιά επιδραστική. Με το πέρας της διέκρινα γύρω μου υγρά τα μάτια πολλών από τους θεατές. Μια τίμια, φιλότιμη, φιλόπονη κι ανόθευτη θεατρική δουλειά. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον Θανάση Σαράντο και τους συνεργάτες του.

Ιωάννης Μακρυγιάννης
Γεννήθηκε ανάμεσα το 1797 στην Αβορίτη του Κροκυλείου Δωρίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου. Ο πατέρας του Δημήτρης φονεύθηκε-υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες- σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Οι λόγοι της δολοφονίας του πατέρα του είναι άγνωστοι: ίσως συνδέονται με περιστατικά του κλεφταρματολικού βίου της οικογένειάς του. Ο σκοτωμός του Τριανταφύλλου θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στις συνέπειες της εμπλοκής του σε λεηλατικές δραστηριότητες των κλέφτικων σωμάτων του Καλλιακούδα και της διάλυσής αυτών. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ύστερα από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτη μαζί με τη μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λιβαδειά. Το 1811, η οικογένειά του τον έστειλε στη Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή Παναγιώτη Λιδωρίκη, ο οποίος εκτελούσε χρέη ζαπίτη στη Δεσφίνα. Το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο: ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο ευεργέτης του, τού είχε αναθέσει τη διαχείριση δικών του υποθέσεων και στηριζόμενος ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο δίκτυο και την επιρροή του Λιδωρίκη, ανέπτυξε και δική του εμπορική δραστηριότητα. Μέχρι το 1819 είχε αποκτήσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία (σπίτι από καταχρεωμένο προύχοντα και αμπέλι). Στην Άρτα των τελών της δεκαετίας του 1810 ανήκει στους οικονομικά ευκατάστατους μικροεμπορευματίες και δανειστές.
Η μύηση
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιον, αφού ο ίδιος δεν τον ονομάζει στα Απομνημονεύματά του, είχε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου. Τον Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στην Άρτα ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς και συλλαμβάνει τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστό του Μακρυγιάννη, αλλά ο πρώτος κινητοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του στο αληπασαλίδικο και σουλτανικό περιβάλλον της Άρτας, κατόρθωσε να απελευθερωθεί ο ίδιος και ο πρώην υποτακτικός του. Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι αλλά και να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Βακαλόπουλος, για την αποστολή αυτή του Μακρυγιάννη, λειτουργούσε ως ο «πρώτος επίσημος Έλληνας κατάσκοπος της Επαναστάσεως». Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο ρωσικό προξενείο και ύστερα από ανθρωποκυνηγητό διαφεύγει με μια φελούκα. Επιστρέφοντας όμως στην Άρτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο». Τελικά με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη Κόνιτζα, Αλβανού αξιωματούχου, απελευθερώθηκε.
Η επαναστατική δράση
Τον Αύγουστο του 1821 με 18 άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή, και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα έλαβε μέρος στη μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα. Συμμετείχε στη μάχη του Πέτα όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι και στην πολιορκία της Άρτας και την εκπόρθησή της. Μετέβη στο Σερνικάκι Σαλώνων, όπου ανάρρωνε έπειτα από ασθένεια. Επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Με τον τελευταίο πολέμησε στην κατάληψη της Αθήνας. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών του τού προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Έτσι ερχόταν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες που υπέφεραν από διάφορες αυθαιρεσίες από το φρούραρχο της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα. O Μακρυγιάννης εγκαταλείπει το Κάστρο της Αθήνας και πηγαίνει στη Σαλαμίνα όπου συναντά τον Νικηταρά, ο οποίος τον παροτρύνει να επιστρέψει στη Ρούμελη. Πηγαίνει κατευθείαν στη Βελίτσα όπου συναντά τον Ανδρούτσο ο οποίος θα προσπαθήσει να τον προσεταιριστεί να πάρουν από τον Γκούρα το κάστρο της Ακρόπολης. Το 1823 συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα.

Η μεταπελευθερωτική δράση
Καποδιστριακή περίοδος: Τον Απρίλιο του 1828 ο πεντακοσίαρχος Μακρυγιάννης θα διοριστεί από τη διοίκηση του Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Άργος. Ο διορισμός του δυσαρεστεί τους Πελοποννήσιους, διότι ήταν γνωστός σαν κυβερνητικός κατά τον εμφύλιο πόλεμο και εχθρός του Κολοκοτρώνη και των άλλων Πελοποννήσιων ανταρτών. Αιτείται οικονομικής βοήθειας λόγω της δεινής οικονομικής του κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει αφού τα οικονομικά του αποθέματα είχαν ελαττωθεί λόγω των μισθών που είχε καταβάλει στο στράτευμά του και λόγω των αγορών γης σε Αθήνα και Πειραιά μεταξύ 1828-1829. Επίσης ζητά παραχωρητήρια εθνικών γαιών στην Αττική έναντι όσων του όφειλαν οι Εθνικές Διοικήσεις από την περίοδο της Επανάστασης. Στα 1829 ξεκινά τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του. Ο Μακρυγιάννης επηρεασμένος από την όλη αντιπολιτευτική φημολογία -πως δηλαδή ο Κυβερνήτης είχε συμβιβαστεί με την προοπτική περιορισμού του νέου κράτους στην Πελοπόννησο- φημολογία που αποσκοπούσε στο να ανακτήσουν οι Ρουμελιώτες στρατιωτικοί την εξουσία στους απελευθερωμένους τόπους διαφωνώντας με τον Κυβερνήτη, έκαναν τον Μακρυγιάννη να έλθει σταδιακά σε ρήξη με τον Καποδίστρια. Τον Μάιο του 1830 αντικαθίσταται από τον Νικηταρά στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης. Του προτείνεται να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου αλλά αρνήθηκε μη θέλοντας να υφαρπάξει τη δουλειά των εκεί αγωνιστών. Τελικά του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου και ορίστηκε μέλος του στρατιωτικού δικαστηρίου στο Άργος. Τον Αύγουστο του 1831 αποκαλύπτεται η δράση της μυστικής αντικαποδιστριακής οργάνωσης Δύναμης ή του Ηρακλέους και καλούνται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι να ορκιστούν δημοσίως ότι δεν ανήκουν σε καμία τέτοια οργάνωση: ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να δώσει τον όρκο που ήθελε η κυβέρνηση αντιπροτείνοντας δικό του τύπο όρκου, τον οποίο όμως η Γραμματεία Στρατιωτικών αρνήθηκε και του ανακοινώθηκε πως θεωρείτο εκτός υπηρεσίας. Μέσα στα αντικυβερνητικά σχέδια του Μακρυγιάννη ήταν και η κατάληψη του Παλαμαδίου με σκοπό τον εξαναγκασμό του Καποδίστρια για σύγκληση Συνέλευσης. Όμως ναυάγησε το σχέδιο διότι οι αντιπολιτευόμενοι στην Ύδρα δεν έδωσαν το αναγκαίο χρηματικό ποσό επειδή δεν συμφωνούσαν με το σχέδιο του στρατηγού. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πήγε στην Κόρινθο μαζί με τους Κωλέττη, Κουντουριώτη, Ζαΐμη, και διατάχθηκε να περάσει με τους άνδρες του στην Περαχώρα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι συνταγματικοί πληρεξούσιοι με τη νέα κυβέρνηση και μετά κινήθηκε δυτικά προς την Ιτέα με σκοπό την ενίσχυση του Στάθη Κατζικογιάννη. 
* Περίοδος Αντιβασιλείας: Με την άφιξη του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης επιθυμεί να εκφράσει τη νομιμοφροσύνη του στο νέο ηγεμόνα υποβάλλοντας μάλιστα υπομνήματα για την αποκατάσταση των αγωνιστών. Μάλιστα ο Όθωνας θα προσφερθεί να βαφτίσει το τέταρτο παιδί του -ονομάστηκε Όθωνας- δείχνοντάς του τη βασιλική εύνοια. Στα τέλη Μάρτη 1833 διορίστηκε ταγματάρχης στο πρώτο από τα δέκα τάγματα ακροβολιστών που συστήθηκαν. Με δεδομένη τη μέχρι τότε επιτυχία του σε θέσεις αστυνομικών καθηκόντων του ζητείται να συμμετάσχει σε μια από τις επιτελικές θέσεις της υπό σύσταση χωροφυλακής αλλά αρνείται. Στις αρχές του 1840 συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλομακεδονίας και της Κρήτης. Τα επόμενα χρόνια εντάσσεται στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων. Κατηγορούμενος για προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα, τίθεται υπό στενή παρακολούθηση από τις αρχές. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1841 εκλέχτηκε σύμβουλος με τη μερίδα του Καλλιφρονά και δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη.
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843
Το καλοκαίρι του 1844 συμμετέχει στις εκλογές για την πρώτη Βουλή μετά το κίνημα του 1843, αλλά μειοψηφεί με 1.010 ψήφους και δεν εκλέχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις βουλευτές της εκλογικής του περιφέρειας. Κέρδισε όμως το 48% των ψήφων στην Αθήνα. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στην έκδοση μιας εφημερίδος, της "Εθνοκρατίας" και ως μέλος της εκδοτικής εταιρείας αναλαμβάνει το ταμείο. Τον Ιούνιο του 1845 προβαίνει στην αποκάλυψη μιας αντισυνταγματικής μυστικής εταιρείας στον υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλλα και προειδοποιείται πως θα του γίνει απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του η οποία και γίνεται από δύο άγνωστους άνδρες στις 22 Ιουνίου. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος κατηγορεί τον Μακρυγιάννη για επινοημένη από τον ίδιο απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και για σύμπραξη με την αντιπολίτευση του Μαυροκορδάτου.
Σχέσεις με Οθωνικό καθεστώς
Γύρω στα 1851 φημολογείται πως ο Μακρυγιάννης βρίσκεται στο επίκεντρο συνωμοσιών εις βάρος του Όθωνα και της Αμαλίας με συνέπεια το 1852 να διατυπωθεί ανοικτά η σε βάρος του σχετική κατηγορία. Το Μάρτιο του 1853 δικάζεται σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία καταδικάζεται σε θάνατο. Η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια και κατόπιν σε δεκαετή κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με παρέμβαση του Δημήτριου Καλλέργη. Το 1864 ονομάστηκε αντιστράτηγος και πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα.
Η οικογένειά του
Ο Μακρυγιάννης είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Σκουζέ, από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά δώδεκα παιδιά: δέκα αγόρια και δύο κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε. Την Κάτιγκω Σκουζέ την αρραβωνιάστηκε τον Ιούνιο του 1825 και τη νυμφεύτηκε στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με κουμπάρο τον Γιάννη Γκούρα. Ήταν κόρη του Χατζή Γεωργαντά και σε ηλικία 16 ετών. Το πρώτο παιδί του γεννήθηκε στα 1826 και έλαβε το αρχαιοελληνικό όνομα Λεωνίδας. Το δεύτερο το όνομα του πατέρα του Μακρυγιάννη, Δημήτρη Τριανταφύλλου. Το τρίτο βαφτίστηκε Γιώργης, πήρε το όνομα του πατέρα της Κατίγκως Γεωργαντά Σκουζέ, αλλά και του δευτερότοκου αδελφού του Μακρυγιάννη. Του τέταρτου παιδιού το όνομα δεν διασώθηκε.
Μαρτυρίες και τεκμήρια
Οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που μας άφησε ο Μακρυγιάννης κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: α) Τα Απομνημονεύματα, το πρώτο στορικό, β) Τα Ιστορικά Έγγραφα, που περιλαμβάνουν εκθέσεις του Μακρυγιάννη προς τη διοίκηση και τις εφημερίδες της εποχής, επιστολές, όρκους κ.λπ, αλλά και τεκμήρια των εμπορικών και λοιπών του δραστηριοτήτων στην Άρτα, προεπαναστατικώς, γ) Τα «κάδρα του πολέμου» και η περιγραφή του λιθόστρωτου της αυλής του Μακρυγιάννη, που περιγράφονται στο πρώτο στορικό, δ) Τα Οράματα και θάματα, το δεύτερο στορικό.
Οικία στρατηγού Μακρυγιάννη στο Άργος
Πρόκειται για πλινθόκτιστη ισόγεια μονοκατοικία, που είχε τετράρριχτη κεραμοσκεπή. Από παλιές φωτογραφίες και δημοσιεύματα φαίνεται ότι το σπίτι του στρατηγού Μακρυγιάννη ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο Μακρυγιάννης την περίοδο 1829-1832 έζησε στο Άργος και το σπίτι το έκτισε τότε, περίπου το 1830, και έμενε σ’ αυτό, όταν άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του. Αυτή τη στιγμή η στέγη έχει καταρρεύσει, τα κουφώματα δεν υπάρχουν και οι τοίχοι ολοένα φθίνουν, μια και η πλίθρα είναι ιδιαίτερα ευπαθής στην υγρασία και τη βροχή. Έχει κηρυχτεί διατηρητέο μνημείο.

Οι πίνακες του Μακρυγιάννη
Μία σειρά εικόνων που απεικονίζουν επεισόδια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και έγιναν για λογαριασμό του στρατηγού Μακρυγιάννη o οποίος θέλησε με τον τρόπο αυτό ν’ απαθανατιστεί ο αγώνας των Ελλήνων για την απόκτηση της ελευθερίας τους, βρίσκονται στη Γεννάδειο. Ο Μακρυγιάννης παρήγγειλε στο λαϊκό ζωγράφο Παναγιώτη Ζωγράφο από τη Σπάρτη και τους γιους του, να απεικονίσουν ξεχωριστές σκηνές από μάχες, όπως ακριβώς τις περιέγραψε στα Απομνημονεύματά του. Το αποτέλεσμα ήταν μία σειρά από εικόνες, αξιοθαύμαστες για τη ζωντάνια και τη δύναμή τους και γεμάτες γοητεία μέσα στην απλοϊκότητα της εκτέλεσης. Ο καλλιτέχνης συγχώνευσε σε κάθε περίπτωση τα δρώμενα σ’ ένα σύνολο, ώστε να βλέπει κανείς π.χ. την προέλαση του στρατού, τη διεξαγωγή της μάχης και το τελικό αποτέλεσμα, όλα μαζί με μία ματιά. Για ν’ αποφύγει τη σύγχυση, ο καλλιτέχνης σημείωσε προσεκτικά στους πίνακες αριθμούς και γράμματα και από κάτω παρέθεσε επεξηγήσεις. 
Οι σκηνές ζωγραφίστηκαν πρώτα σε ξύλο και μετά αντιγράφηκαν σε χαρτί σε τέσσερις σειρές, που ο Μακρυγιάννης προσέφερε στον Όθωνα, και στους αρχηγούς των τριών μεγάλων δυνάμεων: τον τσάρο Νικόλαο Β΄, τη Βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας και τον Λουδοβίκο Φίλιππο της Γαλλίας. Από τις τέσσερις σειρές γνωστές σήμερα είναι μόνο δύο: της Γενναδείου (που ανήκε στον Όθωνα) και της Βασίλισσας Βικτωρίας, που βρίσκεται στον Πύργο του Windsor.

Παναγιώτης Ζωγράφος
Ο Παναγιώτης Ζωγράφος (κατά άλλους Δημήτρης Ζωγράφος) ήταν αγωνιστής του 1821, τον οποίο επέλεξε ο Μακρυγιάννης αναθέτοντάς του την αναπαράσταση σημαντικών ιστορικών σκηνών. Ο Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα απομνημονεύματά του. Πίστευε όμως, ότι εκτός από τον γραπτό λόγο, χρειάζονταν και εικόνες, αφού το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ήταν αγράμματοι.
Αρχικά ανάθεσε σε έναν Ευρωπαίο να του ζωγραφίσει, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν χρειάζονταν καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, αλλά εικόνες περιγραφικές με όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα ήταν ικανά να εξιστορήσουν με ακρίβεια το θέμα που απεικόνιζαν. Έτσι στράφηκε στον Ζωγράφο, παλαίμαχο αγωνιστή από τη Βαρδώνια της Λακωνίας. Ο Παναγιώτης ήταν αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης και ως αγωνιστής είχε δει με τα ίδια του τα μάτια όλα αυτά που ο Μακρυγιάννης του ανέθετε να περιγράψει. Ο Παναγιώτης Ζωγράφος φιλοτέχνησε είκοσι πέντε πίνακες.